φιλομαθοῦσιν

φιλομαθοῦσιν
φιλομαθέω
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
φιλομαθέω
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”